Συβαρίτις

Συβαρίτις
-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. Συβαρίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Συβαρίτης — ο, ΝΑ, θηλ. Συβαρίτισσα Ν και θηλ. Συβαρῑτις, ίτιδος, Α ο κάτοικος τής Συβάρεως («ἀνήρ Συβαρίτης ἐξέπεσεν ἐξ ἅρματος», Αριστοφ.) νεοελλ. ως προσηγ. συβαρίτης και συβαρίτισσα μτφ. 1. άνθρωπος φιλήδονος, τρυφηλός 2. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”